- μώμος
- ο1) упрёк, укор; 2) насмешка; 3) насмешник
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Μῶμος — blame masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μῶμος — blame masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μώμος — Θεός των αρχαίων Ελλήνων, προσωποποίηση της χλεύης. Λέγεται ότι πέθανε από τη λύπη του, επειδή όσο και αν έψαξε δεν κατάφερε να βρει καμιά ατέλεια στην Αφροδίτη. Ο Μ. κρατούσε ραβδί που η πάνω άκρη του κατέληγε σε κεφάλι γυναίκας. * * * ο (Α… … Dictionary of Greek
Μῶμε — Μῶμος blame masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μῶμε — μῶμος blame masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Μῶμοι — Μῶμος blame masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μῶμοι — μῶμος blame masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Μῶμον — Μῶμος blame masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μῶμον — μῶμος blame masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Μώμοις — Μῶμος blame masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Μώμου — Μῶμος blame masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)